τάνυσμα

τάνυσμα
Ένα τ. με ν δείκτες εναλλαγής συνδυασμένο με τα διανύσματα του τακτικού χώρου, είναι μία συνάρτηση Τ η οποία σε κάθε διατεταγμένη νιάδα διανυσμάτων v1, v2, ..., νν συνδυάζει έναν πραγματικό αριθμό Τ (v1, v2, ..., vν) κατά τρόπο, ώστε να υφίσταται η ακόλουθη πολυγραμμική ιδιότητα Τ (v1, ..., αvρ + βv΄ρ, ..., vν) = αΤ (v1, ..., vρ, ..., vν) + βΤ(v1, ..., v΄ρ, ..., vν), όπου α και β πραγματικοί αριθμοί. Το τ. Τ καλείται συμμετρικό αν, με οποιαδήποτε εναλλαγή της σειράς των διανυσμάτων, η σχετική με την εναλλαχθείσα νιάδα διανυσμάτων τιμή του Τ δεν μεταβάλλεται, δηλαδή αν Τ(v1, v2, ..., vν) = Τ (v1, v2, ..., vν), όπου ρ1, ρ2, ..., ρν είναι μια εναλλαγή των δεικτών 1, 2, ..., v. Αντίθετα το τ. Τ καλείται ημισυμμετρικό αν Τ (v1, v2, ..., vν) = (–1)ρ Τ (vρ1, vρ2, ..., vρν), όπου ο εκθέτης ρ του –1 δείχνει τον αριθμό των μεταθέσεων της εναλλαγής ρ1, ρ2, ..., ρν ως προς τη βασική εναλλαγή 1, 2, ..., ν. Η συνάρτηση Σ που συνδυάζει σε κάθε ζεύγος διανυσμάτων ν1, ν2 το αριθμητικό τους γινόμενο v1 x v2 είναι ένα παράδειγμα τ. με δύο δείκτες εναλλαγής· το τ. αυτό είναι συμμετρικό, δοθείσης της αντιμεταθετικής ιδιότητας του αριθμητικού γινομένου. Ένα παράδειγμα ημισυμμετρικού τ. με 3 δείκτες εναλλαγής, είναι η συνάρτηση που συνδυάζει σε κάθε διατεταγμένη τριάδα διανυσμάτων v1, v2, v3 το μεικτό τους γινόμενο v1 x (v2v3). Η θεωρία των τ. έχει βασική σημασία σε πολλά ζητήματα φυσικής και διαφορικής γεωμετρίας· αναπτύχθηκε κυρίως χάρη στο έργο των Ρίτσι Κουρμπάστρο και Λεβί - Τσιβίτα και την εφάρμοσε ο Αϊνστάιν στη θεωρία της γενικής σχετικότητας.
* * *
το, Ν
[τανύ(ζ)ω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τανύω, τέντωμα
2. τέντωμα τού κορμού, τών μελών τού σώματος από νωθρότητα ή κόπωση ή συνήθως μετά από χασμουρητό, ανακλάδισμα
3. μτφ. ένταση προσπάθειας, σφίξιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τάνυσμα — το ατος.1. τέντωμα, τσίτωμα: Το πρωί όλο τάνυσμα είναι. 2. σφίξιμο κατά την αποπάτηση ή τη γέννα. 3. ένταση προσπάθειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάγκαση — η [αναγκάζω] 1. χρεία, ανάγκη 2. καταναγκασμός, επίμονη πίεση 3. θυμός, οργή 4. σφίξιμο, τάνυσμα κατά την αποπάτηση 5. χρήση βίας 6. στον πληθ. ωδίνες τοκετού, πόνοι τής γέννας …   Dictionary of Greek

  • πλίξις — εως, ἡ, Α 1. άνοιγμα τών ποδιών προς βάδισμα, βήμα 2. τάνυσμα, τέντωμα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως μέτρο μεγέθους) το άνοιγμα τού χεριού, η σπιθαμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιξ τού πλίσσω/πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. πλίξ, αόρ. ἀπ ε πλίξ ατο) + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • τέντωμα — το, Ν [τεντώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεντώνω, τάνυσμα, τσίτωμα («το τέντωμα τού σχοινιού») 2. ξεδίπλωμα («το τέντωμα τού πανιού») 3. μτφ. διάπλατο άνοιγμα («τέντωμα τής θύρας») …   Dictionary of Greek

  • τανυσμός — ο, ΝΜ [τανύ(ζ)ω] τάνυσμα, τέντωμα …   Dictionary of Greek

  • τανυστύς — ύος, ἡ, Α τάνυσμα, τέντωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάνυμαι* «τεντώνομαι» + επίθημα τύς (πρβλ. ἀκοντισ τύς)] …   Dictionary of Greek

  • τεινεσμός — και τηνεσμός, ο, ΝΑ τάνυσμα, επώδυνη τάση για αφόδευση ή για ούρηση προκαλούμενη από ερεθισμό ή σπασμό τού αντίστοιχου σφιγκτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός όρος σχηματισμένος από το θ. τού ενεστ. τού ρ. τείνω με επίθημα εσμός, πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • παρατέντωμα — το, ατος υπερβολικό τέντωμα, τάνυσμα δυνατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάνυση — η τάνυσμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τανυσμός — ο τάνυσμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”